- υπεράφθονος
- -η, -οο υπερβολικά άφθονος: Υπεράφθονα πλούτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπεράφθονος — η, ο, Ν πάρα πολύ άφθονος, υπερεπαρκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + άφθονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
υπεραφθονία — η, Ν [υπεράφθονος] μεγάλη αφθονία, υπερεπάρκεια … Dictionary of Greek